- γαλανόλευκος
- -η, -ο1. εκείνος που έχει χρώμα γαλανό και λευκό2. το θηλ. ως ουσ. η ελληνική σημαία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλανόλευκος — η, ο 1. αυτός που έχει γαλανό και λευκό χρώμα. 2. το θηλ. ως ουσ., γαλανόλευκη η ελληνική σημαία: Στον ιστό κυμάτιζε η γαλανόλευκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dean Bouzanis — Personal information Full name Dean Anthony Bouzanis … Wikipedia
κυανόλευκος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο χρώματα, κυανό και λευκό, γαλανόλευκος 2. το θηλ. ως ουσ. η κυανόλευκη η ελληνική σημαία, λόγω τών χρωμάτων της, κυανού και λευκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek